Μία ντουζίνα δώρα

Εκτύπωση

Η μονάδα μας μόλις είχε εκτελέσει το πρόγραμμα «Αγαμέμνων». Ο «Αγαμέμνονας» ήταν μια άσκηση διάρκειας δύο βδομάδων και αποτελούνταν από μια σειρά σκληρά και απαιτητικά μέτρα όπως σκοινάκια, σκοποβολές και διάφορες άλλες στρατιωτικές επιδείξεις με άρματα. Μάλιστα στο πρόγραμμα συμμετείχαν και άλλα σώματα όπως οι ειδικές δυνάμεις και η αεροπορία. Πάνω από ένα μήνα κάναμε εξάσκηση για να παρουσιαστούμε πανέτοιμοι και αυτό γιατί το πρόγραμμα θα το παρακολουθούσαν υψηλότατα στρατιωτικά, αλλά και πολιτικά στελέχη, οπότε πολλές προαγωγές και πολλοί βαθμοί διακυβεύονταν.

Τη τελευταία μέρα της άσκησης όλοι ήμασταν κομμάτια και σε άθλια κατάσταση. Είχαμε να βγούμε συνολικάγύρω στον 1,5 μήνα και πολλοί φαντάροι είχαν πάνω από 2 μήνες να πάρουν άδεια.Φαντάζεστε τι σημαίνει αυτό για τη πλειοψηφία των φαντάρων. Περιμέναμε πως και πως την επόμενη μέρα όπου επιτέλους θα βλέπαμε το χρώμα του εξοδόχαρτου, θα χέζαμε καθιστοί και θα βλέπαμε πραγματικές γυναίκες. Ναι πραγματικές γυναίκες. Μας φαινόταν απίστευτο. Μάλιστα είχε κυκλοφορήσει η φήμη πως θα τσιμπάγαμε και αρκετές τιμητικές αν οι επιδόσεις μας στο πρόγραμμα ήταν ικανοποιητικές. Όλοι είχαμε αρχίσει σιγά σιγά να κάνουμε σχέδια για το πώς θα ξοδέψουμε εποικοδομητικά την άδεια μας, η οποία μάλλον θα ήταν και επαυξημένη με αρκετές μέρες τιμητικής.

Η επόμενη μέρα επιτέλους έφτασε. Πρωί πρωί είχαμε μαζέψει τα πάντα από τον Λαγκαδά Θεσσαλονίκης όπου είχαμε στήσει τα σχοινάκια και κατευθυνόμασταν προς το στρατόπεδο του Λιτόχωρου. Εκεί μας περίμενεο Κυριάκου. Κλασσικός Γιωτάς και κωλό-βυσμα. Πήρε αναρρωτική εξαιτίας γαστρεντερίτιδας πριν την άσκηση, οπότε έπρεπε να μην μετακινηθεί για δύο εβδομάδες. Μουνόπανο. Μιλάει μόνο μέσω βύσματος. Αυτός δεν έχει κωλοτρυπίδα. Βύσμα έχει για τις μπρίζες. Μόλις φτάσαμε, αφήσαμε τα πράγματα στο θάλαμο, ενώ κανείς μας δεν του έδωσε τη πραγματική σημασία. Μας χαιρέτησε και μας ρώτησε και καλά από ενδιαφέρον και τύψεις πως ήταν, αλλά όλοι τον γράψαμε στα αρχίδια μας. Αμέσως με μεγάλη ανυπομονησία περιμέναμε κάποιος να μας καλέσει για αναφορά για να μας συγχαρεί για το σθένος και την πειθαρχία μας και να μας επιβραβεύσει αναλόγως. Αλλά ακόμη και χωρίς τιμητικές, τουλάχιστον να πέρναμε αυτά που δικαιούμασταν και είχαμε στερηθεί βδομάδες τώρα.

Το κάλεσμα ήρθε. Αμέσως πεταχτήκαμε όλοι έξω, φρέσκοι και δυνατοί, σαν να μην είχαμε περάσει όλα αυτά τα δεινά. Λες και η μηχανή του σώματός μας είχε μπόλικα αποθέματα καυσίμων ακόμη. Εμφανίστηκε και διοικητής. Όλοι κρεμόμασταν από τα χείλη του. Ο Δίκας μας είπε τα εξής:

«Κύριοι, καταβαίνω τα όσα έχετε περάσει. Αλλά σας ζήτησα ένα πράγμα. Να μην το δείτε σαν αγγαρεία, σαν ευκαιρία για τιμητική. Αντιθέτως η άσκηση θα έπρεπε να ήταν ευκαιρία να σκληραγωγηθείτε και να δοκιμάσετε τους εαυτούς σας σε συνθήκες μάχης και κακουχιών. Τα σκοινάκια να αποτελέσουν το τρίτο σπίτι σας, το εξοχικό σας, μιας και το στρατόπεδο αυτό είναι πλέον το δεύτερο σπίτι σας. Το G3 να είναι προέκταση του χεριού σας. Αντιθέτως με γράψατε στα αρχίδια σας. Είχαν έρθει και στελέχη από το Νάτο για σας. Στα παπάρια σας. Μου το παίζατε ταλαιπωρημένες γυναικούλες. Και νομίζατε ότι διαπρέψατε και από πάνω. Πάντως κάποιοι πήγαν καλά. Για αυτό έχω ένα δωράκι στον καθένα, που αντιπροσωπεύει τη γνώμη μου για αυτόν.»

Ο δίκας έφυγε. Επιστρέψαμε στο θάλαμο και αναρωτιόμασταν τι δώρα μας επιφύλασσε. Σε λίγο είχαν αναρτηθεί και οι υπηρεσίες. Δεκαπέντε άτομα είχαν υπηρεσίες και μαζί 2 μερούλες ΚΕ! Κράτηση Εξόδου! Δηλαδή άλλες 4 μέρες σίγουρα μέσα! Τι απότομη προσγείωση για τους περισσοτέρους. Τι απογοήτευση. Όσοι δεν είδαν το όνομά τους αναρτημένο, χάρηκαν. Ανακουφίστηκαν.Ήταν υποψήφιοι για έξοδο, άδεια, ακόμη και τιμητική! ΝΑΙ! Δηλαδή 12 φαντάροι, από τους 27 που είχε ο λόχος. Τι γίνεται με αυτούς όμως? Τι τους επιφύλασσε ο Δίκας. Ποιο δώρο προοριζόταν για αυτούς;

Αμέσως, πριν προλάβουμε να ολοκληρώσουμε τη σκέψη μας ακούστηκε μια κραυγή απόγνωσης από το διπλανό θάλαμο. Ήταν ο Τριανταφύλλου. Άνοιξε το φωριαμό του να πάρει τα πράγματά του και βρήκε ένα δωράκι από τον Δίκα. Ήταν στους 12 που δεν είχαν υπηρεσία. Ήταν ένα μικρό ραβασάκι που του χάριζε 5 μερούλες φυλακήςκατακούτελα. Ο Τριανταφύλλου κοπάνησε το φωριαμό από τα νεύρα του και άρχισε να βρίζει προς όλες τις κατευθύνσεις

Πάει ο ένας. Ξεπαρθενευτήκαμε. Όλοι ανοίξαμε αμέσως τους φωριαμούς μας. Τίποτα. Ηρεμήσαμε. Αλλά ο φωριαμός ήταν κλειδωμένος και δεν φαινόταν η κλειδαριά να ήταν παραβιασμένη. Πως μπόρεσε ο Δίκας να βάλει το δωράκι μέσα? Πάλι πριν ωριμάσει σα το καλό σύκο η σκέψη στο μυαλό μας, εμφανίστηκε ο Ιακώβου κρατώντας ένα χαρτί και ζωγραφισμένη η απόγνωση στο πρόσωπό του. «4 Μερούλες φυλακή γαμώ το διαολό μου! Πήγα να χέσω και βρήκα το χαρτί δίπλα στο κωλόχαρτο. Έγραφε και το όνομα μου! Πως ήξερε ότι ήθελα να χέσω? Μυστήρια πράγματα.»

Λίγο ως πολύ αρχίσαμε όλοι να ανησυχούμε. Επίσης υπήρχε και κωλόχαρτο στις τουαλέτες, γεγονός που μας τρόμαξε ακόμη πιο πολύ.

Ένας φαντάρος από τους 12 ξάπλωσε στο κρεβάτι του. Ένιωσε κάτι σκληρό κάτω από τη κουβέρτα. Είδε ένα μεγάλο φάκελο. Το άνοιξε και μέσα υπήρχε μια κόλλα χαρτί. Στο χαρτί ήταν ζωγραφισμένες 6 φυλακές και από κάτω υπήρχε μια σημείωση που έλεγε το εξής: «Αν δεν κατάλαβες, αυτό σημαίνει 6 μερούλες φυλακή». Χτύπησε με δύναμη το χέρι του στο σίδερο του κρεβατιού και το τραυμάτισε. Πλέον το πράγμα είχε ξεφύγει. Οι φυλακές μοιράζονταν σαν τα σοκολατάκια και τα νεύρα άρχιζαν να τεντώνουν όπως οι κλωστές στον αργαλειό.Ο Μαχαίρας δεν τη πάλεψε και για να μη χάσει τη ψυχραιμία του, σηκώθηκε να πάει στο ΚΨΜ να φάει καμιά τυρόπιτα. Από την πολλή την αγωνία πείνασε. Μας ρώτησε αν θέλουμε κάτι. Κανείς δεν είχε όρεξη για τίποτε.

Χτύπησε το τηλέφωνο του Αλεξίου. Ήταν η γκόμενά του. Χάρηκε πάρα πολύ όταν την πρωτοάκουσε. Γρήγορα όμως η μούρη τους έπεσε στο πάτωμα. Του είπε πως τον αγαπά, αλλά και ότι έχει 5 μερούλες από τον Δίκα. Του είπε πως θα τα ξαναπούν σε 5 μέρες και το έκλεισε. Όταν προσπάθησε να την ξαναπάρει, το τηλέφωνο δεν απαντούσε. Τότε ακριβώς μπήκε ένας φαντάρος που κουβαλούσε ένα ταχυδρομικό πακέτο. Ήταν ο υπεύθυνος του ταχυδρομείου, και μετέφερε ένα πακέτο για τον Νικολάου. Το άνοιξε. Ήταν κεφτεδάκια από τη μανούλα του. Ενθουσιάστηκε ο μαμάκιας. Γρήγορα όμως την ψυλλιάστηκε. Έψαξε πολύ καλά το δέμα και δεν βρήκε κανένα ραβασάκι. Αμέσως από τη χαρά τους έφαγε ένα κεφτεδάκι. Αλλά δεν μπορούσε να φάει μόνο ένα. Τσίμπησε και άλλο ένα. Αλλά κάτι περίεργο υπήρχε μες στο κεφτεδάκι αυτό. Ήταν ένα ακόμη ραβασάκι από το Δίκα. 7 μερούλες αυτή τη φορά. Τι μαλάκας! Γιατί να μην μπορεί να φάει μόνο ένα!

Τα σκηνικά εξελίσσονταν με ρυθμού πυροβόλου. Δεν ξέρεις τι σε περιμένει. Μέχρι τις 3 που φεύγουν τα στελέχη και βγαίνουν οι εξοδούχοι, γίνεται πραγματικός πόλεμος. Είσαι σε συνεχή επιφυλακή. Έξω από το θάλαμο ακούστηκε το γαύγισμα ενός σκύλου. Ο Θαλαμοφύλακας προσπάθησε να το σταματήσει αλλά αυτό τρύπωσε στο θάλαμο. Μόλις κοιτάξαμε καλύτερα το σκύλο, διαπιστώσαμε πως στο λουρί του κρέμονταν ένα γυαλιστερό μικρό κουτάκι, με μια κόκκινη κορδέλα τυλιγμένη σε αυτό. Το αίμα όλων πάγωσε. Γρήγορα όμως αποφάσισα να πάρω την κατάσταση στα χέρια μου. Άπλωσα το αριστερό μου χέρι, χάιδεψα το σκύλο, και με το δεξί άρπαξα το κουτί. Ο σκύλος δεν αντέδρασε καθόλου. Σαν να ήταν εκπαιδευμένος για αυτό. Άνοιξα το κουτί. 10 μερούλες στον Μπεμπόνη. Έφαγα χοντρό βρισίδι. Ο Μπεμπόνης είχε μείνει κάγκελο. Κανείς μα κανείς δεν ξέρει από πού θα του έρθει.

Εκείνη τη στιγμή εμφανίστηκε ο Μαχαίρας. Ήταν ταραγμένος. «Παιδιά δεν θα πιστέψετε τι έγινε. Πάω στο ΚΨΜ να πάρω ένα κρουασάν. Το ανοίγω και μέσα είχε ένα σημείωμα με την υπογραφή του διοικητή μας. Τσίμπησα και εγώ άλλες πέντε μερούλες. Πως το ήξερε πως θα διαλέξω αυτό το κρουασάν Και πως στο διάολο ήξερε πως θα πάρω κρουασάν? Για τυρόπιτα πήγα! Έλεος. Γίνονται μεταφυσικά πράγματα.»

Όλοι είχαμε χάσει τη μπάλα. Δεν μπορούσαμε να το εξηγήσουμε. Λες και προσπαθούσαμε να διασχίσουμε μια ξύλινη γέφυρα, στην οποία οποιοδήποτε ξύλινο πατάκι θα μπορούσε να καταρρεύσει ανά πάσα στιγμή. Η αδρεναλίνη είχε κατακλύσει τον οργανισμό μας. Ο Τσιούλας βγήκε στο παράθυρο και αντίκρυσε ένα αποτρόπαιο θέαμα. Στον απέναντι τοίχο με μεγάλα κόκκινα γράμματα ήταν αποτυπωμένο το σεξής μήνυμα: «5 μερούλες στον Τσιούλα. Δικας». Σκέτο ναρκοπέδιο.

Ο Δίκας την είχε δει hitman. Κυνηγός. Μας εκτελούσε έναν έναν με τις πεντάρες του. Κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει την επόμενη κίνησή του. Είδη 8 παλληκάρια είχαν πέσει θύματα της τρέλας και της εκτελεστικής δεινότηταςτου Δίκα. Έμεναν άλλοι 4. Τα επόμενα 3 σκηνικά ίσως να μην έγιναν ακριβώς έτσι όπως μου τα διηγήθηκαν οι πρωταγωνιστές. Μου φαίνονται λίγο «περίεργα», αφύσικα, απόκοσμα, ότι είναι τρελοί για δέσιμο, ότι μας δουλεύουν.

Ο ένατος φαντάρος είχε βγει να κάνει μια βόλτα. Μας ορκιζόταν ότι καθώς έκανε βόλτα στην άλλη πλευρά του στρατοπέδου, άνοιξε η γη και πετάχτηκε ένας τυρανόσαυροςμε στρατιωτικό μπερέ και του έχωσε πεντάρα! Ο ξακουστός αναφερόσαυρος! Ο δέκατος φαντάρος που επίσης είχε βγεί έξω, μας ορκιζόταν πως συνάντησε τον Έλβις Πρίσλει και του έχωσε τραγουδιστά δεκάρα, ενώ ο εντέκατος έπεσε θύμα απαγωγής εξωγήινων. Τον διακτίνησαν πάνω στο διαστημόπλοιό τους, τον εξέτασαν και αφού του έχωσαν μια ξεγυρισμένη πεντάρα, με την αιγίδα του Δίκα πάντα, τον επέστρεψαν εκεί που τον βρήκαν. Μάλιστα μας ορκιζόταν πως έλειπε 20 χρόνια, απλά τα χρόνια τα δικά μας μοιάζουν με εξωγήινα δευτερόλεπτα.

Όλοι είχαν μουρλαθεί. Ίχνος λογικής δεν υπήρχε στο θάλαμο. Αν είχες ένα μετρητή λογικής, δεν θα είχε βρει τίποτα. Μόνο εγώ φαινομενικά την είχα γλιτώσει. Ή ώρα πήγαινε 3. Τα λεπτά κυλούσαν βασανιστικά αργά. Λες και κάποιος κρατούσε τους δείχτες του ρολογιού. Έτρεμα τα πάντα. Να φάω, να πάω τουαλέτα, να ανοίξω το σάκο μου, να δω το κινητό μου. Καθόμουν σε μια γωνία στο θάλαμο και παρακαλούσα να περάσει η ώρα. Και πέρασε. Πήγε 3. Τίποτε. Αναθάρρησα. Μάλλον ήμουν ο εκλεχτός. Μάλλον είχα διασχίσει το ναρκοπέδιο των δώρων του Δίκα με απόλυτη επιτυχία. Ίσως και με κωλοφαρδία

Δεν άντεχα άλλο την αναμονή. Αποφάσισα να πάω στο γραφείο του διοικητή να μάθω. Μια ψυχή που είναινα βγει, ας βγει μια ώρα αργύτερα. Μου είχαν κοπεί τα πόδια. Μόλις μπήκα μέσα ο διοικητής με κοίταξε με ένα απορημένο ύφος. Με ρώτησε τι κάνω ακόμα μέσα στο στρατόπεδο μιας και ήμουν εξοδούχος. Επίσης με ρώτησε πότε θα πάρω την άδειά μου και αν θα κολλήσω και τις 2 μερούλες τιμητικής που μου είχε δώσει. Θεωρούσε πως ξεχώριζα σαν τη μύγα μες στο γάλα στη μονάδα. Του είπα πως θα την πάρω τώρα. Δεν άντεχα άλλο. Πήγα στο θάλαμο και ετοίμασα τα πράγματά μου. Μπήκε και ο Κυριάκου μέσα. Με ρώτησε για πού το έβαλα. Του είπα πως έπαιρνα άδεια και πως τον έγραφα στα παπάρια μου. Νευρίασε που για μας είχε μηδενική αξία. Ετοίμασα τα πράγματα μου, αλλά από τις εναλλαγές των συναισθημάτων πεινούσα πολύ.

Αποφάσισα πριν φύγω να περάσω από το εστιατόριο να φάω ότι είχε μείνει, να γλιτώσω και κανά φράγκο μιας και οι καιροί είναι δύσκολοι. Πράγματι πήγα, έφαγα κοτοπουλάκι και γύρισα πίσω να πάρω τα πράγματά μου. Όλοι με κοίταζαν με μισό μάτι. Ήταν διαλυμένοι όλοι τους. Πρέπει να με μισούσαν. Έπρεπε να εξαφανιστώ από εκεί μέσα με κάθε κόστος. Δίπλα στα πράγματά μου βρισκόταν ένας εποπ. Μου ζήτησε να τον ακολουθήσω στο γραφείο του διοικητή. Κάτι βρώμαγε στην υπόθεση και δεν ήταν η μασχαλίλα του εποπ, ούτε η ποδαρίλα τους θαλάμου. Μπήκαμε στο γραφείο και με κοίταξε ο διοικητής με ένα βλέμμα συμπόνιας. Ακολούθησε ο παρακάτω διάλογος:

-Αγόρι μου γιατί δεν έφυγες όταν σου έδωσα το χαρτί;

-πεινούσα κύριε διοικητά και πήγα να φάω κάτι στο εστιατόριο

-Τι είχε;

-Κοτοπουλάκι;

-Μάλιστα. Ήταν καλό;

-Μάλιστα.

-Χαίρομαι που απόλαυσες τουλάχιστον ένα καλό κοτοπουλάκι. Αλλά αγόρι μου η ζωή είναι σκληρή. Και όταν σου δίνει μια ευκαιρία, οφείλεις να την αρπάζεις και να μην κοιτάξεις πίσω. Τηλεφώνησε το βύσμα του Κυριάκου. Αυτός τσιμπάει την άδεια και την τιμητική. Και επειδή μου έχει περισσέψει ένα ακόμη δωράκι, που το προόριζα για αυτό το γιωτόμπαλο, σε κάποιον πρέπει να το δώσω ε? Μη πάει χαμένο. Κρίμα είναι. Δέκα μερούλες είναι. Καλοφάγωτες και με πολύ αγάπη από μένα. Δε φταίω εγώ. Λόγοι ανωτέρας βίας. Είναι τα χέρια μου δεμένα. Σε παρακαλώ μη μου κάνεις σκηνή και αρχίζεις και γκρινιάζεις γιατί πρέπει να φύγω και έχω αργήσει. Γεια σου. Άδειασε μου τη γωνιά.

Μου είχαν κοπεί τα πόδια. Δεν μπορούσα να αρθρώσω λέξη. Επέστρεφα στο θάλαμο που με περίμεναν τα ζόμπι. Στο στόμα μου η γεύση του σπέρματος του Δίκα ήταν διάχυτη. Προσπάθησα να πιω μια cocacola, για να φύγει η γεύση, αλλά τίποτε. Ο Δίκας μας είχε ψωλιάσει όλους με τον χειρότεροτρόπο. Έκανε πάρτι στην σούφρα μας. Μας είχε εξαϋλώσει την αξιοπρέπειά μας. Έπαιξε μαζί μας, σπάσαμε και μας πέταξε. Ήμασταν τα πουτανάκια του. Κανείς μας δεν συνήλθε από αυτό το σοκ.