Ο μικρός Επαμεινώνδας ξύπνησε σαν όλα τα υπόλοιπα πρωινά. Όμως αυτό δεν ήταν ένα συνηθισμένο πρωινό. Το χθεσινό μπιφτέκι τον είχε πειράξει στο στομάχι, οπότε καθώς ξύπνησε μέσα στη ρουτίνα, γρήγορα ένιωσε το κάλεσμα της φύσης. Έτρεξε σφαίρα στη τουαλέτα και ξελάφρωσε τον οργανισμό του, απέβαλλε ότι σάπιο είχε μέσα του.
Μετά από ένα καλό χέσιμο, το ηθικό είναι πάντα αναπτερωμένο. Κάτι καινούριο ξεκινούσε. Το ένιωθε. Πήγε στη κουζίνα και αντί να φάει αυγά με μπέικον, η μανουλίτσα είχε ετοιμάσει φρυγανιές χυμό μερέντα και μέλι. Είδη τα σημάδια παρουσιάζονταν το ένα μετά το άλλο, σαν τα σπυράκια στην ανεμοβλογιά. Κάτι μεγάλο προμηνυόταν. Το ένιωθε. Ήταν πια έτοιμος.
-Νοντούλη είσαι έτοιμος?
-Όχι
-Ούτε λίγο, έχεις αργήσει. Πρέπει να φύγεις για το σχολείο.
-Ωχ το ξέχασα. Δεν έχω ετοιμαστεί καθόλου.
Εντάξει το παραδέχομαι. Ο μικρός Επαμεινώνδας δεν ήταν ακόμη έτοιμος. Παρερμήνεψα τα σημάδια από τον ενθουσιασμό μου. Παρόλα αυτά από την πρώτη στιγμή που ξύπνησε, κάτι τον ενοχλούσε. Είχε ένα περίεργο συναίσθημα στο στομάχι. Από αυτά που νιώθεις όταν σε έχει κατακλύσει ο χειμαρρώδης ενθουσιασμός του έρωτα. Δεν ήταν όμως αυτό. Γρήγορα πήγε στη τουαλέτα και έριξε ένα χοντρό χέσιμο. Μάλλον αυτό ήταν.
Μπορεί αυτή η υπέροχη μέρα να ξεκινήσει τόσο ποταπά? Είναι δυνατόν όλες οι δυνατές συγκινήσεις που προμηνύονταν για τον μικρό Επαμεινώνδα να καταντήσουν φρούδες; Και αν η καλή μέρα από το πρωί φαίνεται, τότε και μια σκατομέρα από το πρωί δε φαίνεται και αυτή;
Ο πρωταγωνιστής μας έφυγε για το σχολείο. Οι πρώτες ώρες βαρετές. Κείμενα, Έκφραση Έκθεση. Δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί. Με τίποτε. Πότε χάζευε έξω από το παράθυρο, πότε τα μπουτάκια της Ελενίτσας μπροστά του. Αλλά ήταν πολύ μικρός για να της μιλήσει. Πολύ μικρός. Μόλις 11. Και το θέμα της έκθεσης που τους έβαλε η δασκάλα: «Τι θα γίνω όταν μεγαλώσω». Ιδέα δεν είχε. Όλα του φαίνονταν κρύα, αδιάφορα. Τίποτε δεν τον συγκινούσε. Αποφάσισε να κάνει κοπάνα την Τρίτη ώρα.
Πράγματι χτύπησε το κουδούνι. Ο Επαμεινώνδας δεν ανέβηκε για μάθημα. Έμεινε κάτω στο προαύλιο. Σκεφτόταν τι ήθελε να γίνει όταν μεγαλώσει. Όσο όμως και να ψαχνόταν δεν ένιωθε τίποτε. Καλλιτέχνης, αθλητής, επιστήμονας, δημοσιογράφος, δικηγόρος, γιατρός, μηχανικός, καθηγητής… τίποτε. Κανένα δεν τον συγκινούσε. Και μεταξύ μας, πουθενά δεν ένιωθε ότι ήταν κάπως καλός. Δεν είχε κάποιο ιδιαίτερο ταλέντο. Ούτε φημιζόταν στην τάξη για την ευφυΐα του. Αιωρούταν στο κενό. Δεν ένιωθε πως έχει κάποια κλίση προς κάπου. Μάλιστα κοίταξε και στο κινητό του, και δεν έχει καν ούτε αναπάντητη, ούτε καν μια ληφθείσα κλήση! Φτηνό αστείο, αλλά περιγράφει ακριβώς την κατάσταση του. Και μόλις συνειδητοποίησε πως δεν είχε καν κλείσει την εξώπορτα τους σπιτιού του! Δεύτερο φτηνό αστείο στα καπάκια από τον αφηγητή.
Με αυτά και με αυτά χτύπησε το κουδούνι για έξω. Βγήκαν τα παιδάκια και άρχισαν να τρέχουν πέρα δώθε, να τσιρίζουν, να ουρλιάζουν, να τρέχουν πέρα δώθε. Γέλια, φωνές παιχνίδι και συνεχής άσκοπη κίνηση. Απίστευτη σπατάλη ενέργειας. Ήθελε να μπορούσε να τους κάνεις όλους να σταματήσουν και να κινούνται στο δικό του ρυθμό. Τον κούραζαν. Τον εκνεύριζε η ελευθερία και η ανεμελιά που νόμιζαν πως είχαν. Συγκεντρώθηκε. Σφίχτηκε. Μάζεψε όλη του τη δύναμη και ούρλιαξε: «ΣΤΑΜΑΤΗΣΤΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕ»
Δύο κοριτσάκια δίπλα του που έπαιζαν σκοινάκι, σταμάτησαν. Τον κοίταξαν λίγο, φοβήθηκαν αρχικά. Αλλά γρήγορα ξέσπασαν σε γέλια και συνέχισαν το παιχνίδι τους λίγα μέτρα πιο κάτω. Οι υπόλοιποι ούτε που τον άκουσαν. Ανέβηκε σε ένα πεζούλι και ξαναφώναξε με δύναμη. Τίποτα. Σαν να μην υπήρχε. Ένιωθε πιο μικρός και από το ασχημάτιστο πουλί του. Στεναχωρήθηκε. Πληγώθηκε.
Ένιωσε ένα τίποτα. Δεν είχε παρέες. Σε καμιά ομάδα δεν τον είχαν δεχτεί. Προσπάθησε να ενταχθεί σε κάποια παρέα παιδιών, αλλά γρήγορα τον περιθωριοποίησαν. Ακόμη και πέρυσι που ο πατέρας του τον έγραψε σε ομάδα μπάσκετ, και πλήρωνε για να τον δεχτούνε, ο προπονητής τον έδιωξε. Δεν μπορούσε να ενταχθεί στα πλαίσια της ομάδας. Μάλιστα, όταν πέρισυ ο πατέρας του, του έκανε δώρο dvd της σειράς Ομάδα Α, τα πέταξε. Ήθελε να δίνει οδηγίες και να διατάζει τους πάντες. Και ας ήταν ο χειρότερος παίκτης,
Τη τέταρτη ώρα αποφάσισε να πάει για μάθημα, μιας έξω μόνος τους, πάλι βαριόταν. Κακή επιλογή. Η δασκάλα του τον μάλωσε, ανησύχησε μήπως έπαθε κάτι. Τον έβαλε τιμωρία να γράψει κάποιες ασκήσεις, αυτός αρνήθηκε, και τον έστειλε στον διευθυντή. Αυτός με τη σειρά του τράβηξε το αυτί, τον ρώτησε γιατί φέρεται άσχημα, τον επίπληξε και μετά ενημέρωσε τους γονείς του. Αυτός όλο αυτό το διάστημα να ακούει σε στάση προσοχής και χωρίς να μπορεί να υπερασπιστεί τον εαυτό του, όλο το κράξιμο και το κατσάδιασμα από τον διευθυντή.
Πόσο θα ήθελε να γινόταν το ανάποδο. Να του στεκόταν σούζα ο διευθυντής και η δασκάλα και να τους τιμωρούσε αυτός όπως ήθελε. Σπίτι τα ίδια. Κράξιμο από τους γονείς και επιβολή μιας μικρής περιοριστικής τιμωρίας.
Οι γονείς του ανησύχησαν που έβλεπαν το γιο τους να έχει κάποιες αντικοινωνικές συμπεριφορές. Κυρίως που δυσκολευόταν να κάνει φίλους. Για αυτό κανόνισαν να έρθει το βράδυ σπίτι ο Θανασάκης της γειτόνισσας. Καλό παιδί. Και πολύ καλή οικογένεια. Μητέρα δασκάλα, πατέρας στρατιωτικός, κάτι τέτοιο. Με αρχές και καλό όνομα στην μικρή τους κοινωνία.
Έτσι λοιπόν ήρθε το βράδυ, κατέφτασε και ο Θανασάκης. Κλασσικά, ο Επαμεινώνδας αρχικά τον είδε με κακό μάτι και δυσπιστία. Του φάνηκε αρχικά φλώρος και προγραμματισμένος. Δίκιο είχε, αλλά έχει ένα θέμα και αυτός με την αρνητικότητα. Στην αρχή κάθονταν στο δωμάτιό του και μιλάγανε για διάφορα παιδικά θέματα. Ο Θανασάκης μιλούσε δηλαδή, γιατί ο Επαμεινώνδας απλά έκανε πως συμφωνούσε για να κυλήσει η ώρα. Ώσπου φτάσαμε σε τέλμα. Κανείς δε μιλούσε. Ο Θανασάκης άρχισε να νιώθει πως δεν ήταν ευπρόσδεκτος και ο Επαμεινώνδας αγανακτούσε που ο Θανασάκης δεν το είχε καταλάβει έγκαιρα αυτό. Όλα έδειχναν ότι η βραδιά θα κατέληγε άσχημα, σε φιάσκο η κάποιο τσακωμό.
Εκείνη τη στιγμή ο Θανασάκης έκανε την υπέρτατη κίνηση και έβγαλε από την τσάντα του τα παιχνίδια του.
-Θέλεις να παίξουμε, τον ρώτησε
-Τι είναι αυτά;
-Στρατιωτάκια;
-Δεν ξέρω ας δοκιμάσουμε.
Ο Θανασάκης άπλωσε τα παιχνίδια του στο πάτωμα. Στρατιωτάκια, τανκ, ελικόπτερα, τζιπ, φράχτες, δέντρα, χάρτες, τζιπ, αεροπλάνα, πράσινα, γκρι, απλώνονταν μπροστά στα πόδια του. Ενώ τα περιεργαζόταν, ένα παράξενο αίσθημα γοητείας, μόλις είχε αρχίσει να τον κατακλύζει.
Γρήγορα χωρίστηκαν σε δύο ομάδες, μοίρασαν το πολεμικό υλικό, έφτιαξαν τα στρατόπεδά τους, οργάνωσαν την στρατηγική τους και μια αδυσώπητη μάχη ξεκίνησε. Τελικά νίκησε ο Θανασάκης. Ο Επαμεινώνδας παραδέχτηκε την ήττα του. Ήταν άπειρος ακόμα και δεν ήξερε τις δυνατότητες του υλικού του. Γρήγορα έμαθε όμως. Αυτή ήταν η πρώτη και η τελευταία φορά που έχασε μάχη.
Με το Θανασάκη το καθιέρωσαν να μαζεύονταν και να παίζουν με τα στρατιωτάκια τους. Με τον καιρό οι μάχες τους αναβαθμίστηκαν. Περισσότερα παιχνίδια προστέθηκαν στη συλλογή τους, από play mobil, μέχρι lego τουβλάκια και αυτοκινητάκια. Ακόμη και transformers επιστρατεύτηκαν στον αγώνα για επικράτηση. Η πολεμική τους φαρέτρα γέμισε.
Οι βδομάδες περνάγανε. Το σπίτι δεν τους ήταν αρκετό. Συζητάγανε για τις μάχες τους στο σχολείο σαν απόστρατοι αξιωματικοί. Γρήγορα βρέθηκαν και άλλοι ενδιαφερόμενοι. Η πολεμική παρέα του Επαμεινώνδα και του Θανασάκη διευρυνόταν και τα πεδία της μάχης συνεχώς επεκτείνονταν.
Ο Επαμεινώνδας κέρδιζε συνεχώς. Αλλά δε του έφτανε. Ήταν τίποτα μπροστά στα όνειρά του. Ένας κόκκος στην άμμο. Έβλεπε όλο αυτό το υλικό να το χειρίζεται σα παιχνίδι, γιατί ήταν παιχνίδι. Αλλά ήθελε να το πετύχει και στην πραγματικότητα. Θέλει όλοι να του υποκλίνονται και να του βαράνε προσοχή. Και αυτούς να τους τιμωρεί όπως αυτός θέλει. Παιδιά, δασκάλους, διευθυντές γονείς, όλοι. Ιδίως τα παιδιά. Να τους μεταλαμπαδεύσει το δικό του μάθημα. Ήταν αποφασισμένος να κάνει τα πάντα για πετύχει.
Γνώρισε τον πατέρα του Θανασάκη, ο οποίος ήταν διοικητής σε μια μικρή μονάδα. Του είπε για το στρατό και τις δυνατότητες που είχε αν γινόταν αξιωματικός. Μια τρομαχτική σπίθα έβγαινε από τα μάτια του, όταν ο πατέρας του Θανασάκη του περίγραφε ιστορίες με φαντάρους. Και αυτός είχε ενθουσιαστεί λίγο. Δεν είχε ξαναγνωρίσει άνθρωπο που να ενδιαφερόταν για τις στρατιωτικές ιστορίες του. όλοι τις έβρισκαν εντελώς κουραστικές
Ο Επαμεινώνδας είχε πειστεί. Αλλά έπρεπε να βελτιώσει κατά πολύ τους βαθμούς του. Οπότε στρώθηκε στο διάβασμα. Ενημερωνόταν συχνά για τα του στρατού και ταυτόχρονα η δίψα του να πετύχει συνεχώς μεγάλωνε. Τη χρονιά που θα έδινε Πανελλήνιες γράφτηκε και φροντιστήριο. Για να πείσει τους γονείς του, τους είχε υποσχεθεί πως θα γίνει δικηγόρος. Ο πατέρας του ενθουσιασμένος διέθεσε τις λιγοστές οικονομίες που είχε στα μαθήματα του γιου του.
Οι εξετάσεις πλησίαζαν. Ο Επαμεινώνδας προσπαθούσε όσο μπορούσε. Στο μηχανογραφικό δήλωσε μόνο τη σχολή Ευελπίδων. Τίποτε άλλο! Τόσο σίγουρος ήταν. Ήρθαν και οι εξετάσεις, έγραψε, όχι τόσο καλά όσο θα μπορούσε,, αλλά είχε ελπίδες. Βγήκαν και οι βαθμοί. Καλούτσικα τα είχε πάει.
Τώρα περίμενε να ανακοινωθούν οι βάσεις. Το καλοκαίρι δεν πέρναγε με τίποτε. Ώσπου πέρασε και αυτό και στις 31 Αυγούστου του 1996, οι βάσεις των σχολών ήταν είδη αναρτημένες στα σχολεία. Του είχαν κοπεί τα πόδια από την αγωνία. Έψαξε να βρει το όνομα του. Πουθενά! Ξανακοίταξε. Τίποτε! Απέτυχε. Καταστροφή. Ο κόσμος του γκρεμίζονταν συθέμελα. Τα όνειρά του σκορπίζονταν σαν τραπουλόχαρτα. Ήταν ένας αποτυχημένος τελικά;
Γύρισε σπίτι να ηρεμήσει. Κατευθείαν τρύπωσε στο δωμάτιό του μυστικά για να μην πει τίποτα στους γονείς του. Ήταν πολύ απογοητευμένος. Κοίταξε τριγύρω του. Η ματιά του καρφώθηκε αμέσως σε ένα στρατιωτάκι το οποίο είχε δραπετεύσει από τον υπόλοιπο λόχο. Βρισκόταν πάνω στο κομοδίνο. Θυμήθηκε τις μάχες που έδινε με αυτό. Θυμήθηκε το Θανασάκη, όλες τις μάχες του, τις ιστορίες του πατέρα του. Τον πατέρα του! Ναι, είχε μια τελευταία ελπίδα.
Αμέσως τηλεφώνησε στο Θανασάκη να τον ρωτήσει πως τα πήγε. Είχε περάσει Πολιτικός μηχανικός στη Θεσσαλονίκη. Είχε πετύχει. Αφού του εξέφρασε τα συγχαρητήρια του, τον ρώτησε πότε θα είναι ο πατέρας του σπίτι γιατί ήθελε να τον ρωτήσει κάτι.
Αργότερα το απόγευμα βρισκόταν είδη στο σπίτι του πατέρα του Θανασάκη. Του μίλησε για το πώς το όνειρό γινόταν στάχτη και μόνο αυτός με τις γνωριμίες τους μπορούσε να τον σώσει. Του ζήτησε να του κανονίσει να μιλήσει με τον διοικητή της Ευελπίδων, ο οποίος ήταν καλός του φίλος, από τότε που μπήκαν ίδια σειρά στην Ευελπίδων μαζί.
Με τα πολλά το ραντεβού είχε κανονιστεί. Ο Επαμεινώνδας, αφού πέρασε ένα φριχτό βράδυ γκρίνιας από τους γονείς του, ήταν συνεπέστατος στο ραντεβού του. Ήρθε η μεγάλη στιγμή. Μπήκε μέσα. Ο διοικητής ήταν γεμάτος περιέργεια. Ο Επαμεινώνδας του περιέγραψε το όνειρό του. Πόσο πολύ θέλει κάποια στιγμή να βρίσκεται στη θέση του. Θα έκανε τα πάντα για να έχει μια δεύτερη ευκαιρία. Ο διοικητής δεν το πίστευε. Πότε του δεν συνάντησε άνθρωπο με τέτοιο ζήλο να διοικήσει. Αλλά δεν μπορούσε να κάνει τίποτε. Του συνέστησε να ξαναδώσει εξετάσεις. Ο Επαμεινώνδας αρνήθηκε. Δεν άντεχε να το ξαναπεράσει αυτό το μαρτύριο. Ήθελε κάποια λύση εδώ και τώρα. Ο διοικητής δεν είχε να του προτείνει κάτι άλλο. Δεν έδειχνε να πολυενδιαφέρεται και όλας. Άλλος ένας άγνωστος έφηβος απελπισμένος στατόκαυλος, διαλογίστηκε. Κάπου εκεί τα όρια και οι αντοχές και των δύο, άρχισαν να εξαντλούνται.
Ο διοικητής του ζήτησε να φύγει. Ο Επαμεινώνδας αρνήθηκε. Τον προκάλεσε. Αποφάσισε να παίξει το τελευταίο του χαρτί. Έβγαλε ένα βαλέ σπαθί.
-Τι είναι αυτό, ρώτησε ο διοικητής.
-Βαλές σπαθί.
-Ε και?
-Τίποτε. Λάθος. Κάτι άλλο έψαχνα και βρήκα αυτό στην τσέπη μου. Περίεργο πάντως γιατί ως τώρα στην ιστορία δεν έχω παίξει ποτέ χαρτιά.
-Θα με κάψεις?
-Γιατί black jack παίζουμε? Χαχα
-Είσαι και χιουμορίστας. Μπες στο ψητό.
-Πρέπει να με δοκιμάσετε πρώτα. Είμαι πολύ καλός.
-Που να σε δοκιμάσω ρε αγόρι μου?
-Στο πεδίο της μάχης?
-Τι εννοείς?
-Προτείνω μια μονομαχία.
-Ακούω...
Άνοιξε το σάκο του και έβγαλε τα στρατιωτάκια του.
-Τα στήνουμε του λέει και ο καλύτερος κερδίζει. Δεν έχω χάσει ποτέ μου. Γιατί όπως όλοι γνωρίζουμε, η πρώτη φορά δε μετράει.
-Σωστα, είπε ο διοικητής διστακτικά. Αλλά, αυτός το είπε για άλλο λόγο. Ποιο σκοτεινό. Ας μην το αναλύσουμε τώρα.
-Ποτέ ποτέ (ξαναείπε ο διοικητής) ?
-Ποτέ Ποτέ!
Ο Διοικητής, δέχτηκε τη πρόκληση. Ο ψυχολόγος του, του είχε προτείνει να βρει τρόπους να ξαναγίνει παιδί. Μόνο έτσι θα μπορούσε να τιθασεύσει το άγχος του για την πρόωρη σύνταξη. Εξάλλου τόσα χρόνια γραφείο, είχε σκουριάσει.
Ναι ήταν κομμένοι και οι δύο. Ο Επαμεινώνδας είχε μάθει την αδυναμία του διοικητή στα στρατιωτικά παιχνίδια όταν ήταν μικρός, από τον πατέρα του Θανασάκη.
Ο Διοικητής δεν άντεξε στον πειρασμό. Δέχτηκε την πρόκληση. Δεν είχε χάσει ποτέ του από κανέναν. Τα στήσανε. Και η μάχη κράτησε ως το πρωί. Ακύρωσε όλα του τα ραντεβού. Παραγγείλανε πίτσες και κήρυξαν ανακωχή για να τις φάνε. Το γραφείο του Διοικητή είχε γίνει σκέτο πεδίο μάχης. Ένας 55χρονος παίζει στρατιωτάκια με έναν 18χρονο τον Σεπτέμβριο του 66. Ίσως και να μην έγιναν έτσι ακριβώς τα γεγονότα, αλλά η ιστορία έγραψε πως το πάθος του Επαμεινώνδα νίκησε την πείρα του διοικητή.
Ο διοικητής έχασε. Νευρίασε και πέταξε ότι βρήκε μπροστά του κάτω.
-Ωραία μάχη. Καιρό είχα να νιώσω έτσι. Είσαι καλός. Δε το περίμενα.
Συγχάρηκε αμέσως τον Επαμεινώνδα. Όμως τι μπορούσε να κάνει για να τον βοηθήσει? Η απάντηση δόθηκε αμέσως. Το απόρρητο σχέδιο Ξένιος Δίκας. Από τη λήξη του β παγκοσμίου πολέμου και μετά ο Ελληνικός στρατός έψαχνε για ταλέντα. Για ανθρώπους που μπορούν να οδηγήσουν τα ελληνικά στρατεύματα σε μεγάλες νίκες. Κάθε χρόνο προσφέρονταν υποτροφίες σε δέκα εκλεχτούς. Η μία θέση ήταν πλέον δικιά του.
Ο Επαμεινώνδας δικαιώθηκε. Αφού ευχαρίστησε τον διοικητή, έφυγε από το γραφείο απόλυτα ικανοποιημένος. Το ταξίδι στις αναφορές, στα τεντώματα και στα καμπανιάσματα φαντάρων ξεδιπλωνόταν μπροστά του.