Το ξυπνητήρι μόλις είχε χτυπήσει. Η ώρα 5:10. Άγριο σκοτάδι έξω. Ο Αποστόλης πάτησε το snooze για μία και μοναδική φορά όπως κάνει πάντα. 5:20 έχει εγερτήριο. Είχε 10 ολόκληρα λεπτά να χουζουρέψει. Πόσο γλυκά και ζεστά ήταν κάτω από το πάπλωμα του σπιτιού του. Και το μαξιλάρι τόσο απαλό. Δεν πρόλαβε να χορτάσει ύπνο γιατί δούλευε υπερωρίες, να καλύψει το χαμένο έδαφος στη δουλειά. Όταν αναφέρεσαι εθελούσια, τρως καμπάνες και σε χώνουν σε υπηρεσίες, έχει και κάποιο σημαντικό και οδυνηρό αντίτιμο στην υπόλοιπη ζωή σου. Ο Αποστόλης το ήξερε αυτό. Το ξυπνητήρι ξαναχτύπησε. Για λίγο σκέφτηκε να ξαναπατήσει το snooze και να κοιμηθεί και να τα στείλει όλα στο διάολο. Ας χάσει την αναφορά. Ε και; Πολίτης είναι. Απολύθηκε από το στρατό πριν 8 ολόκληρα χρόνια. Για τη πάρτη του αναφέρεται, δεν είναι καταγεγραμμένος παντού δεν θα τον ψάξει κανείς. Ας κοιμηθεί λίγο παραπάνω. Ύπνος, πόσο του έχει λείψει ένας καλός ύπνος.
Αμέσως αναγνώρισε το μηχανισμό του εγκεφάλου που ψάχνει την εύκολη λύση. Ένας αρχέγονος μηχανισμός, που κληρονομήσαμε από τους προγόνους μας τους κυνηγούς. 200.000 χρόνια κουβαλάμε το dna τους. Η επιβίωση για αυτούς δεν ήταν εύκολη και δεδομένη όπως σήμερα. Η λέξη άραγμα και χουζούρεμα όχι δεν υπήρχε στο λεξικό τους, αλλά αποτελούσε και αφορμή θανάτου. Όταν περιβάλλεσαι από ένα σωρό άγρια ζώα και άγνωστους κινδύνους, η όποια χαλάρωση μπορεί να αποβεί μοιραία. Έτσι όταν μετά από 10 λεπτά το ξυπνητήρι ξαναχτύπησε, ο Αποστόλης πάτησε «τερματισμός» και σηκώθηκε από το κρεβάτι.
Ήξερε τι έπρεπε να κάνει. Σε 18 λεπτά θα τα έχει όλα ετοιμάσει. Θα ήταν όλα προβλεπόμενα και χωρίς να έχει πιει γουλιά καφέ. Θα έχει νίψει το πρόσωπό του, θα έχει φάει ένα γρήγορα πρωινό, που περιλαμβάνει γάλα κατσικίσιο και μπισκότα δημητριακών ή χυμό με φρυγανιές, βούτυρο και μαρμελάδα, θα έχει φορέσει τα κατάλληλα ρούχα που τα έχει διαλέξει και αφήσει στο σκαμπό δίπλα στο κρεβάτι από το προηγούμενο βράδυ, θα έχει ξυριστεί, θα έχει πλύνει δόντια και θα έχει πάρει μαζί του το τσαντάκι με τα απολύτως απαραίτητα. Ταυτότητα, κινητό χωρίς κάμερα φορτισμένο από το προηγούμενο βράδυ, ένα δεκάευρο και φυσικά τα κλειδιά του. Έτοιμα όλα. Σε 17:54. Παραλίγο νέο προσωπικό ρεκόρ. Κατέβηκε στο γκαράζ, μπήκε στο αμάξι, κοίταξε την ώρα 05:49, κάπου χάθηκε 1 λεπτό. Δεν είχε περιθώριο για τέτοια. Ένα συναίσθημα άγχους άρχιζε να τον κατακλύζει, αλλά γρήγορα το απώθησε γιατί ήξερε πώς να το ξανακερδίσει. Ήταν όμως το λεπτό που έχασε ή μήπως είχε ξεχάσει και κάτι άλλο; Και όμως ένιωθε πως κάτι είχε ξεχάσει. Έβαλε μπρος το αμάξι, όρισε την τοποθεσία στο gps, και ξεκίνησε για τον προορισμό του.
Μισή ώρα αργότερα ήταν έξω από τον στόχο του, τη καθημερινή του πλέον αγάπη, τη συνήθεια που έγινε αδυναμία, το καθημερινό Γολγοθά που οδηγεί στη δική τους γη της επαγγελίας, το καινούριο στρατόπεδο που είχε ανακαλύψει με κενό στο φράκτη και διαθεσιμότητα σε ελεύθερους αναφερόμενους. Κοιτάχτηκα στον καθρέπτη, ήταν άψογος. Έβαλε ότι πράγματα χρειαζόταν στις τσέπες, του κλείδωσε το αμάξι και κατευθύνθηκε για το κενό στα συρματοπλέγματα. Εύκολα τα παραμέρισε και βρισκόταν μέσα. Κοίταξε το ρολόι. 06:26. Σε 4 λεπτά ξεκίναγε η πρωινή αναφορά. Είχε αργήσει λίγο. Αλλά το είχε κάνει τόσες πολλές φορές που δεν αγχωνόταν. Στήθηκε πίσω από ένα θάμνο περιμένοντας το περίπολο να περάσει. Είχαν την εντολή να κάνουν λίγο τα στραβά μάτια για να περνάει όποιος πολίτης θέλει να αναφερθεί, αλλά αυτοί δε θα εντόπιζαν ροζ ελέφαντα σε άδειο στάβλο. Γρήγορα τον προσπέρασαν, σηκώθηκε και με ήρεμες κινήσεις άρχισε να πλησιάζει το λόχο, που θα γινόταν η πρωινή αναφορά. Κάποιοι φαντάροι άρχισαν να βγαίνουν από το θάλαμο. Εύκολα αναμίχτηκε μαζί τους, χωρίς κανείς να του δώσει σημασία, Φυσικά και δεν του έδωσαν σημασία. Ήταν σαν ξυρισμένα ζόμπι με χακί ρούχα, αλλά βλέμμα ακόμη πιο αχανές. Ήταν 06:31 και η διμοιρία ήταν στημένη για πρωινή αναφορά, έτοιμη να παίξει σαν καλοκουρδισμένη μηχανή. Ο ενορχηστρωτής της φαινόταν στο βάθος να πλησιάζει. Άρχισε να χαράζει και 2 πουλιά πέταξαν πάνω από το λόχο.
Όλα ήταν προβλεπόμενα. Σχεδόν όλα. Πως δεν το είχε προσέξει. Πως μπορούσε να ήταν τόσο απρόσεκτος; Να τι ήταν αυτό που είχε αμελήσει. Μάσκα! Όλοι φορούσαν μάσκα. Δεν είχε. Ήταν αλλεργικός στο ύφασμά τους και τις απέφευγε. Ακούστηκε το γαύγισμα ενός σκυλιού και η μηχανή ενός αυτοκινήτου που περνούσε απέξω. Και χανόταν στο βάθος. Ούτε που κατάλαβε πως ο Διοικητής βρέθηκε στη θέση του. Έδωσε παράγγελμα για προσοχή. Ξεκίνησε να μιλάει για τις δραστηριότητες της μέρες, ώσπου το μάτι του πήρε μια παραφωνία και σταμάτησε. Πλησίασε τον Αποστόλη. -Που είναι η μάσκα σου αγόρι μου; -Τη ξέχασα. –Λογική απάντηση. Σε καταλαβαίνω. Να τρέξω να στη φέρω; Θες και ένα καφεδάκι όσο περιμένεις;; Το πουλί σου το έφερες μαζί σου η το ξέχασες και αυτό; -Είμαι αλλεργικός και τις αποφεύγω. –Αλλεργικός στη μάσκα; Μάλλον είσαι αλλεργικός και στις καλές δικαιολογίες. Κάποιοι φαντάροι γέλασαν, ενώ οι πρώτες αχτίνες του ηλίου άρχιζαν να τρυπώνουν από τη βελανιδιά πίσω από το λόχο. -Πως και δεν σε έχω ξαναδεί. Πως λέγεσαι; Αναφέρσου. -Είμαι ο πολίτης Αποστόλης Πετράτος και παρουσιάζομαι στη πρωινή αναφορά εθελούσια.- Μάλιστα. Αν δεν ήσουν εθελούσιος θα σου έλεγα να πας να πάρεις μια καρτ ποστάλ από το έξω γιατί θα κάνεις πολύ καιρό να το δεις, Αλλά σαν εθελούσιος δεν μπορώ να σε δεχτώ στην αναφορά. Πρέπει να βρεις μάσκα αμέσως. Αν τρέξεις ίσως προλάβεις τη φρουρά. Ποτέ δε λέμε όχι σε νέο αίμα στη φρουρά.
Ο Αποστόλης βρήκε στη γύρα για βρει μια μάσκα. Δεν είχε πολύ χρόνο. Κατευθυνόμενος προς την πύλη πέτυχε ένα περίπολο. Τους ρώτησε αν περισσεύει καμία μάσκα και του απάντησαν αρνητικά. Υπήρχε έλλειψη. Ο προϋπολογισμός του στρατοπέδου δε σήκωνε έξτρα μάσκες. Επίσης δύσκολο να βρει κάποιον που να έχει 2η.
To be continued.....
(Αν σας άρεσε στείλτε μήνυμα για τη συνέχεια)
Σχόλια
Τροφοδοσία RSS για τα σχόλια αυτού του άρθρου.