Τ’ απόγευμα, πριν τη σκοπιά, παρακολούθησα τις μασκότ του στρατοπέδου. Τα δυο σκυλιά, τον δίκα και τον υπόδικα -τα ονομάσαμε έτσι για ευνόητους λόγους- έκαναν την αγαπημένη τους ασχολία. Έγλειφε ο ένας τα παπαρια του άλλου. Ο δίκας ενα χοντρό μπασταρδεμένο σκυλί, γέρικο και βαριεστημένο, σύχναζε συνήθως εξω απ΄το διοικητήριο και ήταν παρόν σε όλες τις αναφορές του στρατοπέδου.
Σηκωνόταν όρθιο βγάζοντας δυο, τρία, πνιχτά γρυλλίσματα, κουνώντας ελαφρώς την ουρά του κάθε φορά που παρατασσόμασταν. Πάντα κάθονταν πίσω απο τη σειρά των μονίμων και περίμενε υπομονετικά να τελειώσει η αναφορά, ακολουθώντας μας μέχρι τα οχήματα, όταν πηγαίναμε για εκπάιδευση, οπότε εκεί μη μπορώντας να’ ρθεί μαζί μας, ακολουθούσε μέχρις ενός σημείου και μετά γυρνούσε πίσω. Ο υπόδικας πιο νέο σκυλί , πιο ζωηρό, κατάμαυρο και σχεδόν πάντα σκονισμένος, μυρίζοντας μονίμως κάτι, έφευγε και ξαναγυρνούσε χωρίς να έχει κάποια συγκεκριμένη θέση στην αναφορά. Όταν έβλεπε τον δίκα έξω απ’ το διοικήτηριο, άρχιζε να τον μυρίζει, γλείφοντάς του τα παπάρια. Ο συμβολισμός της κίνησης αυτής ήταν κατι παραπάνω απο προφανής. Ο υπόδικας ήθελε ν’ ανέβει βαθμό.