Φυλούσα σκοπιά με τον Νίκο τον Λ., εξέχων μέλος, της συμπαθούς επαγγελματικής ομάδας των κτηνοτρόφων. Μαζί με τον πατέρα του, απ΄ οτι αναγκαστικά έμαθα(δυο ώρες σκοπιά είναι αυτές) είχαν αγελάδες, πάρα πολλές αγελάδες και ο Λ. το έλεγε και το επαναλάμβανε με καμάρι. « Ρε συ, μιλάμι για πολλά ζωντανά, τεράστια επιχείρηση, αλλά κοιτάς τώρα που’ χω μπλέξει με τους μαλάκες τους στρατόκαβλους. Άχχχχχχ.... μου λείπουν οι κοπέλες μου....». Ο Λ. ήξερε τα πάντα για τα ζωντανά, πόσο τρώνε, πώς τις αρμέγουν και άλλα πολλά.
Έμαθα σχεδόν τα πάντα για τις εκτροφή αγελάδων. Για κάποιον που ζει στη πόλη, όπως εγώ, ήταν συνταρακτικές λεπτομέρειες, σχεδόν τρομακτικές. Όταν έμαθα το πόση δουλειά έχει το να εκτρέφεις αγελάδες, άρχισε να εξαφανίζεται η εικόνα στο μυαλό μου, της αγαθής και καλοσυνάτης αγελάδας που όλη μέρα μασουλάει χόρτο, σχηματιζόμενη μια πιο επιθετική και πονηρή εκδοχή της, αυτής της κακιασμένης και στριμμένης αγελάδας που περιμένει καποιον να την αρμέξει. Ο Λ., ήταν καλό παιδί, αλλά δε μπορούσε να προσαρμοστεί στη λογική του στρατού. Τη μίζερη με τις συνεχιζόμενες και άτεγκτες απαγορεύσεις. Αντιπροσώπευε, το είδος εκείνο του ελεύθερου ανθρώπου, που έχει μεγαλώσει στην επαρχία απο μικρός, έχει μεγαλώσει στα βουνά και στη φύση και ασχολείται με τις αγελάδες του. Έφτιαχνε πάντα το δικό του πρόγραμμα που προσαρμοζόταν πάντα στο πότε θα φαν οι αγελάδες, στο πότε θα χέσουν και πότε θα τις αρμέξει. Τώρα είχε να αντιμετωπίσει κάποιο πρόγραμμα που έβγαινε απο κάποιον ηλίθιο καραβανά στα γραφεία και ακόμα χειρότερα ένα πρόγραμμα που είχε δημιουργηθει με τα χρόνια απο χιλιάδες καραβανάδες που φτάσανε ψηλά στα αξιώματα. Ήταν προφανές πως ο Λ. δε μπορούσε να προσαρμοστεί. Είχε περάσει τις εβδομήντα μέρες φυλακή και συνέχιζε ακάθεκτος για να σπάσει καθε ρεκόρ. « Γάμησέ τους», μου’ λεγε με χαλαρό στυλάκι, ανάβοντας συνήθως ενα Μάλμπορο. Μου’ δινε και μένα.
Το βράδυ εκείνο βγήκαμε αναφερόμενοι. Έκανε τόσο κρύο που είχαμε μπει τελείως μέσα στη σκοπιά καπνίζοντας και ακούγοντας μουσική απο τι κινητό του Λ. Είχε βάλει κάτι καμμένα λαικοτσιφτετελοκαψούρικα τραγούδια και είχε πάρει τα πάνω του. Για να το ενισχύσουμε κι άλλο το σκηνικό είχαμε πάρει κι ένα μπουκαλάκι τσίπουρο και το πίναμε εναλλάξ. Όλα παραήταν τέλεια για να παραμείνουν έτσι. Σύντομα θα έρχοταν το τέλος της ωραίας ατμόσφαιρας. Τελικός απολογισμός είκοσι μέρες φυλακή στον καθένα. Ο Λ. το καταχάρηκε γιατί έφτασε τις εκατό. Μάλλον το είχε στόχο. Τελικά πήρε αναβολή.